- Ἀνάξιππος
- Ἀνάξιπποςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀναξίππου — Ἀνάξιππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάξιππον — Ἀνάξιππος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek